- δημολογία
- η1. η δημογραφία2. η έρευνα τών ομαδικών εκδηλώσεων τής ανθρώπινης δράσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– … Dictionary of Greek
δημολογικός — ή, ό (Α δημολογικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημολογία αρχ. ο έμπειρος αγοραστής … Dictionary of Greek